Kυριακή πρωί, Κυριακή μέρα Θεού, Κυριακή ευλογία.
Κυριακή, η γη και το πλήρωμα αυτής.
Δοξολογία. Ευχαριστία. Κυριακή είναι η Ζωή.
Με έναν λόγο: Ανάσταση. Του ανθρώπου. Δωρεά του Θεού.
Το Εκκλησίασμα είναι πάλι εδώ. Μόνιμα, εδώ. Πέρα από το εδώ, εις το επέκεινα νυν και αεί.
Στέκομαι στα δεξιά, του Ιερού, πίσω από το αναλόγιο, λίγο ψηλότερα, από το ένα πλευρό με κοιτάζει με αυστηρή στοργή, ο αγγελόμορφος Βαπτιστής, απέναντι μου έχω την απαστράπτουσα Παρθένο Θεομάνα, Ήσυχη τώρα μέσα στην δόξα της, να αναπαύεται μετά το πέρας της Σαρκώσεως, στο μέγα Σπήλαιο της σωτηρίας μας.
Θεωρώ τα αθεώρητα μυστήρια της λατρείας του Κυρίου, τα άρρητα τελούμενα, ξανά και ξανά, άλλη μια φορά, πάντα ίδια, πάντα πρώτη φορά, ρητώς να διαγράφονται εμπρός μου.
Βλέπω τον λαό του Θεού. Τον κατανύσσομαι αυτόν τον λαό. Τον αποθαυμάζω. Τον παρακαλώ.
Με παραμυθεί. Με διδάσκει.
Μου μιλάει με ένα σιωπηρό ρήμα, όλος μια φωνή, όλος ένα βλέμμα, όλος μαζί μια ελπίδα, μια απαντοχή, ένα κάλεσμα, αγία αναμονή της Βασιλείας.
Μα ξέρεις; θα μου πει... Κοίταξε άνθρωπε! Η Βασιλεία είναι εδώ! Μια Βασιλεία του Θεού, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε τόπο. Δωρεάν.
Kάποιοι περνάνε βιαστικοί έξω από την Βασιλεία, δεν την βλέπουν δεν την ακούν, την παραθεωρούν, εφόσον ομοιώθη με έναν μικρό κόκκο σινάπεως η Βασιλεία, την βλέπουν, την σηκώνουν μόνο οι ταπεινοί, οι ασήμαντοι κατά κόσμον.
Λουσμένος ολότελα, μέσα από τις μικρές κόρες του φωτός, τις ηλιαχτίδες, προβάλλει, αυτός ο λαός, ευσεβής και αμαρτωλός, ιερός και άθλιος, άγιος και αλήτης, αλλά εμμένων εν τω Χριστώ, εμμένων εν τω Κυρίω, ενηλικιώνεται μέρα με την ημέρα κατά Θεόν, ερχόμενος από χρόνια που δεν μπορείς να τα μετρήσεις, με την ιστορία και την λογική αυτού του κόσμου, χαμένος μέσα στην άχλυ του θυμιάματος, κατανενυγμένος απο το μυσταγωγικό Χερουβικό, ευλογούμενος απο τον γέροντα Ιερέα, περικλειστός στον Ναό του Κυρίου του, περίβλεπτος από τους διακονητές των θείων μυστηρίων, απροσμετρήτων Αγγέλων, που τους αναγνωρίζουν χαμογελώντας μονάχα τα παιδικά μάτια των ένσαρκων αδελφών τους.
Βλέπω ετούτο τον λαό. Προσπαθώ να τον αναμετρήσω, να τον αφουγκραστώ. Εικόνα ζωντανή, παλλόμενη, παίρνει ανάσες και μιλά, προσκυνά και σταυροκοπάει το στήθος της.
Έξω ο κόσμος κοιμάται, αδιαφορεί, πεθαίνει, πάει και πάει, γυρίζει και χάνεται.
Γριές, γέροι, μάνες, παιδιά, άνδρες, έφηβοι, μωρά, άρρωστοι, υγιείς, άλλοι ξεκινούν, άλλοι τελειώνουν, άλλοι πιστεύουν, άλλοι προσπαθούν, κάποιοι ζουν, πολλοί αναζητούν, προσευχή και απορία, έκσταση και αδιαφορία, όλα χωρούν, όλα συμβαίνουν, αδυναμίες, δυνάμεις, υπομονές, αδημονίες, ευχή, κομποσχοίνια, μα και γκρίνια και κάπου κουτσομπολιό, όμως τα πάντα εδώ είναι ανθρώπινα, αληθινά.
Έτσι μας προσέλαβε ο Θεός, έτσι μας ανασήκωσε, έτσι μας ανέχεται. Μακροθυμεί. Αναμένει. Αγαπά.
Όλα τα βλέπω, όλα τα αποδέχομαι. Ποιος θα κρίνει, και ποιος θα επιβραβεύσει; Και εμένα ποιος;
Αυτός ο Αμνός, αυτός που κείτεται εσφαγμένος, γιαυτόν τον λαό, για όλους εμάς, αυτήν την στιγμή μέσα στο Ποτήριο της Ζωής, σιωπά και θυσιάζεται, σιωπά και δεν μας κρίνει.
Έχει άλλη λογική, έχει άλλη αγάπη, έχει άλλη ζωή. Μας ζωοποιεί, μας δίνει ξανά και ξανά, εβδομήντα φορές το επτά, την ευκαιρία να ζήσουμε αληθινά.
Και καθένας που μπορεί και θέλει, από τούτη την σύναξη εδώ, θα πάρει τον Χριστό, και θα πορευθεί. Θα πορευθεί τον δικό του Γολγοθά, την δική του αδικία, την πίκρα, την μοναξιά, την πτωχεία, τον θάνατο.
Όλοι στα δικά τους, στην ζωή, στον πόνο, στα αδιέξοδα ίσως, ανθρωπίνως, μα όλοι πάλι εδώ στην Βασιλεία.
Κάθε ψυχή, κάθε ταλαίπωρη ύπαρξη, εμπρός στα μάτια μου, μεταμορφώνεται. Δοξάζεται, αγιάζεται, χαριτώνεται.
Με τα πόδια στην γη, με το σώμα στα βάσανα, με το νου στην καθημερινή στεναχώρια του βίου, με την ψυχή στον ουρανό, με το πνεύμα στα αθάνατα, με την ελπίδα, και τον εκκλησιασμό στον Παράδεισο, που δεν είναι άλλος από την αιώνια κοινωνία και θεωρία του Παντεπόπτου Χριστού.
"...πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα..."
Περνά σεμνά, απέριττα, αθόρυβα μπροστά μας ο Χριστός. Τόσο απλά, τόσο Βασιλικά. Τόσο οικεία, τόσο Θεϊκά.
Eδώ ο νους σαλεύει από την θέση του. Από την μια η ανθρώπινη, μικρότητα και αδυναμία, από την άλλη η άκρα θεϊκή συγκατάβαση και η αλληλοπεριχώρηση, συνάμα με την παντοδυναμία και το ακατάληπτο του Τριαδικού Θεού.
Ποιος ανθρωπο-κατασκευασμένος ειδωλό-θεος, ποια νόηση, ποια φαντασία, ποια επινοημένη θρησκεία του κόσμου ετούτου, ποια τάχα υψηλή φιλοσοφία, ποιος δήθεν κοινωνικός οραματισμός και σύστημα, ποιο μεγαλεπήβολο φλυαρό ρητορικό σχήμα, μπόρεσε ποτέ να συλλάβει, να αρθρώσει να ομολογήσει, έναν τόσο ταπεινό, Θεό, τόσο ανθρωποποιημένο, σεσαρκωμένο, φίλο, αδελφό, οικείο, τα πάντα τοις πάσι, για όλους, μια αιώνια θυσία για μας, για την ανάξια μας ύπαρξη, την απανθρωπιά μας, την αστοχία μας, την κακότητα και την φθήνεια μας, την ακατανοησία μας, την ρηχότητα μας, και την σύγχυση μας;
Κανείς. Εκτός απο τον λαό που είναι εδώ τώρα. Κάθε Κυριακή. Ξανά και ξανά εδώ.
Και προχωρά η λειτουργία, το έργο του λαού, προχωράνε τα άγια τοις αγίοις, εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός!
Αδειάζει ο Ναός, μοσχοβολά, λάμπει, ξελειτουργούνται οι Ιερείς, καθένας πάει στον τόπο του. Πορεύεται.
Αυτός ο λαός, πορεύεται. Πορεύεται ως ο Ισραήλ, μέσα στην έρημο, στα πάθη, στα βράχια, στην δυσκολία.
Όμως, μέσα στην πορεία του, μέσα στην άδεια χούφτα του, μετά την πρόσληψη του αντιδώρου, κρατά κάτι άγιο, κάτι μοναδικό, σφιχτά και κανείς δεν μπορεί να του το αφαιρέσει.
Κρατά και παίρνει μαζί του, ένα μικρό Χερουβικό, μια ανάκρουση ουράνιας μελωδίας, μια αγγελόμουση ηχώ, που τον συντροφεύει, τον κρατά όρθιο, ζωντανό να έχει κάτι, να προσμένει, κάτι να τον περιμένει, κάτι να τον παραμυθεί, μια μυστική αναμονή της ερχόμενης, της παρούσης, της επικείμενης Βασιλείας των Ουρανών.
Αυτός ο λαός, έχει ζήσει, κι αν δεν έχει ζήσει, τούτο το πρωινό, τούτη την Κυριακή, με βροχή, με ήλιο και ζέστη, με πόλεμο, και ειρήνη, με ιστορία, και καθημερινότητα, με ησυχία και διωγμούς, έχει ζήσει και έχει δει...
Σε κάθε ανάσα, σε κάθε απόγνωση, θα τον συντροφεύει μέσα στην σιωπή του θανάτου, μέσα στην ένοχη σιωπή των δολοπλοκιών, του κοσμοκράτορα πονηρού και των δούλων του, ένα μικρό αγγελικό άκουσμα σε ήχο πρώτο, ένα λειτουργικό Χερουβικό.
Ως τον Βασιλέα των Όλων, υποδεξόμενοι..
Έρχου Κύριε. Ήρθες, έρχεσαι, θα έρθεις. Ο λαός Σου, σε ποθεί και σε περιμένει.
Έργα των χειρών Σου, είμεθα, μην ημάς, παρακαλούμε, και δεόμεθα, παρίδεις.
Αυτός ο λαός, ψάλλοντας το Χερουβικό, μέσα στην λειτουργία του, μέσα στην λειτουργία της ζωής, και του θανάτου του, Σε περιμένει, έχει μόνο Εσένα να περιμένει, τίποτα άλλο δεν τον κρατά εδώ, παρά να περιμένει Εσένα και την κάθε Κυριακή Σου, μέχρι την Μία και ατέλειωτη Κυριακή Ημέρα Σου.
Είμαι και εγώ λαός...
Σαν γυρίζω το κλειδί στην πόρτα, σαν να αθετώ ήδη θέλοντας και μη το "πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν", επανέρχομαι στα καθημάς, και αναλογίζομαι..
Είμαι και 'γω λαός, είστε και εσείς λαός, που τυχόν διαβάζετε τούτο το φλύαρο χαζοπόνημα, και ότι και εάν είμαστε, ότι και εάν μας κατατρώει, ότι και εάν μας αλλοιώνει και μας απομακρύνει, ας έχουμε κατά νου, ας έχουμε άκουσμα μας, το Χερουβικό...
Και ας κοιτάμε κάπου κάπου, έχουμε σε κάποια τσέπη πεταμένο, μετά από κάθε Κυριακή, ξεχασμένο εκείνο τον κόκκο της σινάπεως, που από εμάς περιμένει να τραφεί και να βλαστήσει, να μας δώσει ζωή πέρα από την άθλια ζωή μας.
Είναι η Βασιλεία του Χριστού, και είναι το Χερουβικό της προανάκρουσμα, που μας κρατά ορθίους, κόντρα σε όλους και σε όλα, κόντρα στον ίδιο μας τον εαυτό, πάντα όρθιο, πάντα αγωνιζόμενο, και πάντα ευλογημένο, αυτόν τον λαό, τον λαό του Θεού του Ζώντος, που είτε προφάσει, είτε εν αληθεία, Χριστόν καταγγέλει, στον κόσμο και στην οικουμένη.
Τον λαό των χερουβικών ύμνων, και των δοξαστικών, με το αντίδωρο στο χέρι, και την ελπίδα και την προσευχή στο άλλο.
Ακούγεται ίσα ίσα, χαμηλά και ανεπαίσθητα, ουράνια και μυστικά:
"..ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν."
Αλληλουϊα.
Πηγή : inpantanassis
Κυριακή, η γη και το πλήρωμα αυτής.
Δοξολογία. Ευχαριστία. Κυριακή είναι η Ζωή.
Με έναν λόγο: Ανάσταση. Του ανθρώπου. Δωρεά του Θεού.
Το Εκκλησίασμα είναι πάλι εδώ. Μόνιμα, εδώ. Πέρα από το εδώ, εις το επέκεινα νυν και αεί.
Στέκομαι στα δεξιά, του Ιερού, πίσω από το αναλόγιο, λίγο ψηλότερα, από το ένα πλευρό με κοιτάζει με αυστηρή στοργή, ο αγγελόμορφος Βαπτιστής, απέναντι μου έχω την απαστράπτουσα Παρθένο Θεομάνα, Ήσυχη τώρα μέσα στην δόξα της, να αναπαύεται μετά το πέρας της Σαρκώσεως, στο μέγα Σπήλαιο της σωτηρίας μας.
Θεωρώ τα αθεώρητα μυστήρια της λατρείας του Κυρίου, τα άρρητα τελούμενα, ξανά και ξανά, άλλη μια φορά, πάντα ίδια, πάντα πρώτη φορά, ρητώς να διαγράφονται εμπρός μου.
Βλέπω τον λαό του Θεού. Τον κατανύσσομαι αυτόν τον λαό. Τον αποθαυμάζω. Τον παρακαλώ.
Με παραμυθεί. Με διδάσκει.
Μου μιλάει με ένα σιωπηρό ρήμα, όλος μια φωνή, όλος ένα βλέμμα, όλος μαζί μια ελπίδα, μια απαντοχή, ένα κάλεσμα, αγία αναμονή της Βασιλείας.
Μα ξέρεις; θα μου πει... Κοίταξε άνθρωπε! Η Βασιλεία είναι εδώ! Μια Βασιλεία του Θεού, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε τόπο. Δωρεάν.
Kάποιοι περνάνε βιαστικοί έξω από την Βασιλεία, δεν την βλέπουν δεν την ακούν, την παραθεωρούν, εφόσον ομοιώθη με έναν μικρό κόκκο σινάπεως η Βασιλεία, την βλέπουν, την σηκώνουν μόνο οι ταπεινοί, οι ασήμαντοι κατά κόσμον.
Λουσμένος ολότελα, μέσα από τις μικρές κόρες του φωτός, τις ηλιαχτίδες, προβάλλει, αυτός ο λαός, ευσεβής και αμαρτωλός, ιερός και άθλιος, άγιος και αλήτης, αλλά εμμένων εν τω Χριστώ, εμμένων εν τω Κυρίω, ενηλικιώνεται μέρα με την ημέρα κατά Θεόν, ερχόμενος από χρόνια που δεν μπορείς να τα μετρήσεις, με την ιστορία και την λογική αυτού του κόσμου, χαμένος μέσα στην άχλυ του θυμιάματος, κατανενυγμένος απο το μυσταγωγικό Χερουβικό, ευλογούμενος απο τον γέροντα Ιερέα, περικλειστός στον Ναό του Κυρίου του, περίβλεπτος από τους διακονητές των θείων μυστηρίων, απροσμετρήτων Αγγέλων, που τους αναγνωρίζουν χαμογελώντας μονάχα τα παιδικά μάτια των ένσαρκων αδελφών τους.
Βλέπω ετούτο τον λαό. Προσπαθώ να τον αναμετρήσω, να τον αφουγκραστώ. Εικόνα ζωντανή, παλλόμενη, παίρνει ανάσες και μιλά, προσκυνά και σταυροκοπάει το στήθος της.
Έξω ο κόσμος κοιμάται, αδιαφορεί, πεθαίνει, πάει και πάει, γυρίζει και χάνεται.
Και εδώ, τι συμβαίνει στ' αλήθεια εδώ πέρα; Το ζεις, αλλά δεν το εννοείς.
Τι θέλει ο λαός ετούτος εδώ; Τι γυρεύει κάθε Κυριακή; Πάνω κάτω, είναι οι ίδιοι. Οι λίγοι, οι ελάχιστοι.
Σταυρωμένοι; Σταυρωτές; Αυτοί ξέρουν, αυτοί μετανοούν, αυτοί αγωνίζονται. Για τον θυσιαζόμενο αμνό, κάθε ψυχή έχει αξία. Κάθε ψυχή, όλος ο κόσμος.
Τι θέλει ο λαός ετούτος εδώ; Τι γυρεύει κάθε Κυριακή; Πάνω κάτω, είναι οι ίδιοι. Οι λίγοι, οι ελάχιστοι.
Σταυρωμένοι; Σταυρωτές; Αυτοί ξέρουν, αυτοί μετανοούν, αυτοί αγωνίζονται. Για τον θυσιαζόμενο αμνό, κάθε ψυχή έχει αξία. Κάθε ψυχή, όλος ο κόσμος.
Γριές, γέροι, μάνες, παιδιά, άνδρες, έφηβοι, μωρά, άρρωστοι, υγιείς, άλλοι ξεκινούν, άλλοι τελειώνουν, άλλοι πιστεύουν, άλλοι προσπαθούν, κάποιοι ζουν, πολλοί αναζητούν, προσευχή και απορία, έκσταση και αδιαφορία, όλα χωρούν, όλα συμβαίνουν, αδυναμίες, δυνάμεις, υπομονές, αδημονίες, ευχή, κομποσχοίνια, μα και γκρίνια και κάπου κουτσομπολιό, όμως τα πάντα εδώ είναι ανθρώπινα, αληθινά.
Έτσι μας προσέλαβε ο Θεός, έτσι μας ανασήκωσε, έτσι μας ανέχεται. Μακροθυμεί. Αναμένει. Αγαπά.
Όλα τα βλέπω, όλα τα αποδέχομαι. Ποιος θα κρίνει, και ποιος θα επιβραβεύσει; Και εμένα ποιος;
Αυτός ο Αμνός, αυτός που κείτεται εσφαγμένος, γιαυτόν τον λαό, για όλους εμάς, αυτήν την στιγμή μέσα στο Ποτήριο της Ζωής, σιωπά και θυσιάζεται, σιωπά και δεν μας κρίνει.
Έχει άλλη λογική, έχει άλλη αγάπη, έχει άλλη ζωή. Μας ζωοποιεί, μας δίνει ξανά και ξανά, εβδομήντα φορές το επτά, την ευκαιρία να ζήσουμε αληθινά.
Το χερουβικό συνεχίζεται, ετοιμάζεται η μεγάλη Είσοδος, ο Χριστός έρχεται πάλι, νυν και αεί να σταυρωθεί, να θυσιαστεί να πάρει την αμαρτία του κόσμου, την αστοχία, την ασπλαγχνία να την κάνει ζωή, περισσόν ζωής.
Και καθένας που μπορεί και θέλει, από τούτη την σύναξη εδώ, θα πάρει τον Χριστό, και θα πορευθεί. Θα πορευθεί τον δικό του Γολγοθά, την δική του αδικία, την πίκρα, την μοναξιά, την πτωχεία, τον θάνατο.
Όλοι στα δικά τους, στην ζωή, στον πόνο, στα αδιέξοδα ίσως, ανθρωπίνως, μα όλοι πάλι εδώ στην Βασιλεία.
Κάθε ψυχή, κάθε ταλαίπωρη ύπαρξη, εμπρός στα μάτια μου, μεταμορφώνεται. Δοξάζεται, αγιάζεται, χαριτώνεται.
Με τα πόδια στην γη, με το σώμα στα βάσανα, με το νου στην καθημερινή στεναχώρια του βίου, με την ψυχή στον ουρανό, με το πνεύμα στα αθάνατα, με την ελπίδα, και τον εκκλησιασμό στον Παράδεισο, που δεν είναι άλλος από την αιώνια κοινωνία και θεωρία του Παντεπόπτου Χριστού.
"...πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα..."
Περνά σεμνά, απέριττα, αθόρυβα μπροστά μας ο Χριστός. Τόσο απλά, τόσο Βασιλικά. Τόσο οικεία, τόσο Θεϊκά.
Eδώ ο νους σαλεύει από την θέση του. Από την μια η ανθρώπινη, μικρότητα και αδυναμία, από την άλλη η άκρα θεϊκή συγκατάβαση και η αλληλοπεριχώρηση, συνάμα με την παντοδυναμία και το ακατάληπτο του Τριαδικού Θεού.
Ποιος ανθρωπο-κατασκευασμένος ειδωλό-θεος, ποια νόηση, ποια φαντασία, ποια επινοημένη θρησκεία του κόσμου ετούτου, ποια τάχα υψηλή φιλοσοφία, ποιος δήθεν κοινωνικός οραματισμός και σύστημα, ποιο μεγαλεπήβολο φλυαρό ρητορικό σχήμα, μπόρεσε ποτέ να συλλάβει, να αρθρώσει να ομολογήσει, έναν τόσο ταπεινό, Θεό, τόσο ανθρωποποιημένο, σεσαρκωμένο, φίλο, αδελφό, οικείο, τα πάντα τοις πάσι, για όλους, μια αιώνια θυσία για μας, για την ανάξια μας ύπαρξη, την απανθρωπιά μας, την αστοχία μας, την κακότητα και την φθήνεια μας, την ακατανοησία μας, την ρηχότητα μας, και την σύγχυση μας;
Κανείς. Εκτός απο τον λαό που είναι εδώ τώρα. Κάθε Κυριακή. Ξανά και ξανά εδώ.
Και προχωρά η λειτουργία, το έργο του λαού, προχωράνε τα άγια τοις αγίοις, εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός!
Και έρχεται η Απόλυση..
Και περνά κάθε ψυχούλα, να πάρει το αντίδωρο, που λέει η ευσεβής παραδοσή μας, ότι είναι το σώμα της Παναγίας, το ευλογημένο και αγιασμένο υπόλοιπο του Άρτου, που απέμεινε από την θυσία του Αμνού, είναι το πανάγιο σώμα που Τον φιλοξένησε, τον έφερε στον κόσμο ασπόρως, τον έτεκε με άρρητο τρόπο, να λειτουργήσει, να θεραπεύσει, να διδάξει, να σώσει τον κόσμο.
Και περνά κάθε ψυχούλα, να πάρει το αντίδωρο, που λέει η ευσεβής παραδοσή μας, ότι είναι το σώμα της Παναγίας, το ευλογημένο και αγιασμένο υπόλοιπο του Άρτου, που απέμεινε από την θυσία του Αμνού, είναι το πανάγιο σώμα που Τον φιλοξένησε, τον έφερε στον κόσμο ασπόρως, τον έτεκε με άρρητο τρόπο, να λειτουργήσει, να θεραπεύσει, να διδάξει, να σώσει τον κόσμο.
Αδειάζει ο Ναός, μοσχοβολά, λάμπει, ξελειτουργούνται οι Ιερείς, καθένας πάει στον τόπο του. Πορεύεται.
Αυτός ο λαός, πορεύεται. Πορεύεται ως ο Ισραήλ, μέσα στην έρημο, στα πάθη, στα βράχια, στην δυσκολία.
Όμως, μέσα στην πορεία του, μέσα στην άδεια χούφτα του, μετά την πρόσληψη του αντιδώρου, κρατά κάτι άγιο, κάτι μοναδικό, σφιχτά και κανείς δεν μπορεί να του το αφαιρέσει.
Κρατά και παίρνει μαζί του, ένα μικρό Χερουβικό, μια ανάκρουση ουράνιας μελωδίας, μια αγγελόμουση ηχώ, που τον συντροφεύει, τον κρατά όρθιο, ζωντανό να έχει κάτι, να προσμένει, κάτι να τον περιμένει, κάτι να τον παραμυθεί, μια μυστική αναμονή της ερχόμενης, της παρούσης, της επικείμενης Βασιλείας των Ουρανών.
Αυτός ο λαός, έχει ζήσει, κι αν δεν έχει ζήσει, τούτο το πρωινό, τούτη την Κυριακή, με βροχή, με ήλιο και ζέστη, με πόλεμο, και ειρήνη, με ιστορία, και καθημερινότητα, με ησυχία και διωγμούς, έχει ζήσει και έχει δει...
Σε κάθε ανάσα, σε κάθε απόγνωση, θα τον συντροφεύει μέσα στην σιωπή του θανάτου, μέσα στην ένοχη σιωπή των δολοπλοκιών, του κοσμοκράτορα πονηρού και των δούλων του, ένα μικρό αγγελικό άκουσμα σε ήχο πρώτο, ένα λειτουργικό Χερουβικό.
Ως τον Βασιλέα των Όλων, υποδεξόμενοι..
Έρχου Κύριε. Ήρθες, έρχεσαι, θα έρθεις. Ο λαός Σου, σε ποθεί και σε περιμένει.
Έργα των χειρών Σου, είμεθα, μην ημάς, παρακαλούμε, και δεόμεθα, παρίδεις.
Αυτός ο λαός, ψάλλοντας το Χερουβικό, μέσα στην λειτουργία του, μέσα στην λειτουργία της ζωής, και του θανάτου του, Σε περιμένει, έχει μόνο Εσένα να περιμένει, τίποτα άλλο δεν τον κρατά εδώ, παρά να περιμένει Εσένα και την κάθε Κυριακή Σου, μέχρι την Μία και ατέλειωτη Κυριακή Ημέρα Σου.
Είμαι και εγώ λαός...
Σαν γυρίζω το κλειδί στην πόρτα, σαν να αθετώ ήδη θέλοντας και μη το "πάσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν", επανέρχομαι στα καθημάς, και αναλογίζομαι..
Είμαι και 'γω λαός, είστε και εσείς λαός, που τυχόν διαβάζετε τούτο το φλύαρο χαζοπόνημα, και ότι και εάν είμαστε, ότι και εάν μας κατατρώει, ότι και εάν μας αλλοιώνει και μας απομακρύνει, ας έχουμε κατά νου, ας έχουμε άκουσμα μας, το Χερουβικό...
Και ας κοιτάμε κάπου κάπου, έχουμε σε κάποια τσέπη πεταμένο, μετά από κάθε Κυριακή, ξεχασμένο εκείνο τον κόκκο της σινάπεως, που από εμάς περιμένει να τραφεί και να βλαστήσει, να μας δώσει ζωή πέρα από την άθλια ζωή μας.
Είναι η Βασιλεία του Χριστού, και είναι το Χερουβικό της προανάκρουσμα, που μας κρατά ορθίους, κόντρα σε όλους και σε όλα, κόντρα στον ίδιο μας τον εαυτό, πάντα όρθιο, πάντα αγωνιζόμενο, και πάντα ευλογημένο, αυτόν τον λαό, τον λαό του Θεού του Ζώντος, που είτε προφάσει, είτε εν αληθεία, Χριστόν καταγγέλει, στον κόσμο και στην οικουμένη.
Τον λαό των χερουβικών ύμνων, και των δοξαστικών, με το αντίδωρο στο χέρι, και την ελπίδα και την προσευχή στο άλλο.
Ακούγεται ίσα ίσα, χαμηλά και ανεπαίσθητα, ουράνια και μυστικά:
"..ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν."
Αλληλουϊα.
Πηγή : inpantanassis
0 comments:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !